- κτηνοστάσιο
- το (AM κτηνοστάσιον)τόπος όπου ζουν κτήνη, στάβλος, μάντρα ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -στάσιο(ν)*, πρβλ. εικονο-στά-σιο, εργο-στά-σιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek
κτηνοτροφείο — το (Μ κτηνοτροφεῑον) [κτηνοτρόφος] χώρος με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις στον οποίο εκτρέφονται ζώα, κτηνοστάσιο … Dictionary of Greek